- νταλκάς
- και νταλγκάς, ο1. κύμα2. μτφ. έντονη επιθυμία, πόθος, μεράκι, καημός, μαράζι3. ανυπόφορος εφιάλτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dalga «κύμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νταλγκάς — ο βλ. νταλκάς … Dictionary of Greek